- πηνῖτις
- πην-ῖτις, ιδος, ἡ,A the weaver, i. e. Athena, Ael.NA6.57; [dialect] Dor. dat. [full] Πᾱνίτιδι cj. Mein. for -άτιδι in AP6.289 (Leon.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πηνίτις — Επωνυμία της θεάς Αθηνάς στην αρχαιότητα, με την οποία λατρευόταν για την επίδοσή της στις τέχνες. Προέρχεται από τη λέξη «πηνίον» (= αδράχτι) και σημαίνει την υφάντρια. * * * και δωρ. τ. πανῑτις και πανᾱτις, άτιδος, ἡ, Α (ως επίθ. τής Αθηνάς) η… … Dictionary of Greek
πηνῖτιν — πηνῖτις the weaver fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πανίτις — ἡ, Α βλ. Πηνίτις … Dictionary of Greek
πανάτις — πανάτις, άτιδος, ἡ (Α) βλ. πηνῑτις … Dictionary of Greek
Αθηνά — I Μία από τις θεότητες του ελληνικού Δωδεκάθεου. Προερχόταν από αρχαϊκή θεότητα του κρητομυκηναϊκού πολιτισμού που προστάτευε τα ανάκτορα φρούρια, χαρακτηριστικά της εποχής αυτής. Τότε την παρίσταναν με ένα οπλοφόρο ξόανο, το ονομαζόμενο Παλλάδιο … Dictionary of Greek